- ὕποικος
- ὕποικ-ος, ὁ,A = γείτων, οἱ ὑπόβοικοι ( = ὑπόϝοικοι) Inscr.Cret.1 xvi 1.33 (Lato, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύποικος — και ὑπόβοικος, ὁ, Α γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος). Ο φθόγγος β τής λ. ὑπόβοικος ερμηνεύεται από την παρουσία τού δίγαμμα F στη λ. Fοῖκος] … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
υπόβοικος — ὁ, Α βλ. ὕποικος … Dictionary of Greek